συγκεραστός

συγκεραστός
-ή, -ό / συγκεραστός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συγκεράννυμι]
ανάμικτος
νεοελλ.-μσν.
αυτός τού οποίου η σφοδρότητα μετριάστηκε ύστερα από ανάμιξη με κάτι άλλο
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ συγκεραστόν
αναμεμιγμένο ποτό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”